ἐντερόνεια

ἐντερόνεια
ἐντερόνεια, ,
A = ἐντεριώνη, Hsch., Suid.; ἐ. εἰς τριήρεις timber for the ribs of a ship, belly-timber, Ar.Eq.1185 (with a pun on τοῖς ἐντέροις), v. Sch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐντερόνεια — timber for the ribs fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντερόνεια — η (Α ἐντερόνεια) 1. η εντεριώνη 2. η εσωτερική επένδυση τού πλοίου, τα μαδέρια ή τα χαλύβδινα ελάσματα που είναι προσηλωμένα καθέτως προς τους νομείς από την εσωτερική πλευρά …   Dictionary of Greek

  • ἐντερόνειαν — ἐντερόνεια timber for the ribs fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτόναιο — Ορογόνος μεμβράνη, που καλύπτει την κοιλιακή κοιλότητα και μεγάλο μέρος των περιεχομένων σ’ αυτήν οργάνων επειδή αποτελείται από ένα μοναδικό φύλλο, όταν αναδιπλώνεται από τα τοιχώματα της κοιλιακής κοιλότητας προς τα διάφορα όργανα κι όταν περνά …   Dictionary of Greek

  • φόδρο — το, Ν ναυτ. η εσωτερική επένδυση τού πλοίου, η εντερόνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. σχετίζεται με τη λ. φόδρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”